Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
View word page
πλουτιστής
one who enriches

ShortDef

one who enriches

Debugging

Headword:
πλουτιστής
Headword (normalized):
πλουτιστής
Headword (normalized/stripped):
πλουτιστης
IDX:
70741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70742
Key:

Data

{'content': 'one who enriches'}