Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
View word page
πλουτισμός
enriching
ShortDef
enriching
Debugging
Headword:
πλουτισμός
Headword (normalized):
πλουτισμός
Headword (normalized/stripped):
πλουτισμος
IDX:
70739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70740
Key:
Data
{'content': 'enriching'}