Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
View word page
ἀνεκπληξία
imperturbability
ShortDef
imperturbability
Debugging
Headword:
ἀνεκπληξία
Headword (normalized):
ἀνεκπληξία
Headword (normalized/stripped):
ανεκπληξια
IDX:
7073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7074
Key:
Data
{'content': 'imperturbability'}