Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλουσιόχειρ
πλουσιόψυχος
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
View word page
πλουτίζω
to make wealthy, enrich

ShortDef

to make wealthy, enrich

Debugging

Headword:
πλουτίζω
Headword (normalized):
πλουτίζω
Headword (normalized/stripped):
πλουτιζω
IDX:
70737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70738
Key:

Data

{'content': 'to make wealthy, enrich'}