Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλούσιος
πλουσιοϋφής
πλουσιόχειρ
πλουσιόψυχος
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
View word page
πλουτητέον
one must become rich

ShortDef

one must become rich

Debugging

Headword:
πλουτητέον
Headword (normalized):
πλουτητέον
Headword (normalized/stripped):
πλουτητεον
IDX:
70735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70736
Key:

Data

{'content': 'one must become rich'}