Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλουσιομαχέω
πλουσιόρους
πλούσιος
πλουσιοϋφής
πλουσιόχειρ
πλουσιόψυχος
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
View word page
πλουτέω
to be rich, wealthy

ShortDef

to be rich, wealthy

Debugging

Headword:
πλουτέω
Headword (normalized):
πλουτέω
Headword (normalized/stripped):
πλουτεω
IDX:
70733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70734
Key:

Data

{'content': 'to be rich, wealthy'}