Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλουσιακός
πλουσιόδωρος
πλουσιομαχέω
πλουσιόρους
πλούσιος
πλουσιοϋφής
πλουσιόχειρ
πλουσιόψυχος
πλούταξ
Πλουτάρχειος
πλούταρχος
Πλούταρχος
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
View word page
πλούταρχος
fount, source of riches

ShortDef

fount, source of riches
Plutarch, Plutarchus

Debugging

Headword:
πλούταρχος
Headword (normalized):
πλούταρχος
Headword (normalized/stripped):
πλουταρχος
IDX:
70731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70732
Key:

Data

{'content': 'fount, source of riches'}