Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
πλουμάρισις
πλουμᾶτος
πλουμίον
πλουσιακός
πλουσιόδωρος
πλουσιομαχέω
πλουσιόρους
πλούσιος
πλουσιοϋφής
View word page
πλουμαρικός
embroidered

ShortDef

embroidered

Debugging

Headword:
πλουμαρικός
Headword (normalized):
πλουμαρικός
Headword (normalized/stripped):
πλουμαρικος
IDX:
70716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70717
Key:

Data

{'content': 'embroidered'}