Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
πλουμάρισις
πλουμᾶτος
πλουμίον
πλουσιακός
πλουσιόδωρος
πλουσιομαχέω
πλουσιόρους
πλούσιος
View word page
πλουμάκιον
embroidery
ShortDef
embroidery
Debugging
Headword:
πλουμάκιον
Headword (normalized):
πλουμάκιον
Headword (normalized/stripped):
πλουμακιον
IDX:
70715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70716
Key:
Data
{'content': 'embroidery'}