Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
πλουμάρισις
πλουμᾶτος
πλουμίον
πλουσιακός
πλουσιόδωρος
View word page
πλόος
a sailing, voyage
ShortDef
a sailing, voyage
Debugging
Headword:
πλόος
Headword (normalized):
πλόος
Headword (normalized/stripped):
πλοος
IDX:
70712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70713
Key:
Data
{'content': 'a sailing, voyage'}