Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
πλουμάρισις
πλουμᾶτος
πλουμίον
View word page
πλόκος
a lock of hair, a braid, curl

ShortDef

a lock of hair, a braid, curl

Debugging

Headword:
πλόκος
Headword (normalized):
πλόκος
Headword (normalized/stripped):
πλοκος
IDX:
70710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70711
Key:

Data

{'content': 'a lock of hair, a braid, curl'}