Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
πλουμάρισις
πλουμᾶτος
View word page
πλόκιος
twined
ShortDef
twined
Debugging
Headword:
πλόκιος
Headword (normalized):
πλόκιος
Headword (normalized/stripped):
πλοκιος
IDX:
70709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70710
Key:
Data
{'content': 'twined'}