Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
πλουμάριος
View word page
πλόκιμος
for plaiting

ShortDef

for plaiting

Debugging

Headword:
πλόκιμος
Headword (normalized):
πλόκιμος
Headword (normalized/stripped):
πλοκιμος
IDX:
70707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70708
Key:

Data

{'content': 'for plaiting'}