Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
πλουμάκιον
πλουμαρικός
View word page
πλοκίζομαι
have one's hair braided

ShortDef

have one's hair braided

Debugging

Headword:
πλοκίζομαι
Headword (normalized):
πλοκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πλοκιζομαι
IDX:
70706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70707
Key:

Data

{'content': "have one's hair braided"}