Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
πλουθυγίεια
View word page
πλοκεύς
plaiter, braider

ShortDef

plaiter, braider

Debugging

Headword:
πλοκεύς
Headword (normalized):
πλοκεύς
Headword (normalized/stripped):
πλοκευς
IDX:
70704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70705
Key:

Data

{'content': 'plaiter, braider'}