Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
πλόκος
πλόμος
πλόος
πλουδοκέω
View word page
πλοκερός
plaited

ShortDef

plaited

Debugging

Headword:
πλοκερός
Headword (normalized):
πλοκερός
Headword (normalized/stripped):
πλοκερος
IDX:
70703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70704
Key:

Data

{'content': 'plaited'}