Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
πλόκιον
πλόκιος
View word page
πλοκαρικός
embroidered
ShortDef
embroidered
Debugging
Headword:
πλοκαρικός
Headword (normalized):
πλοκαρικός
Headword (normalized/stripped):
πλοκαρικος
IDX:
70699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70700
Key:
Data
{'content': 'embroidered'}