Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
View word page
ἀγρετεύω
hold office of ἀγρέτας

ShortDef

hold office of ἀγρέτας

Debugging

Headword:
ἀγρετεύω
Headword (normalized):
ἀγρετεύω
Headword (normalized/stripped):
αγρετευω
IDX:
706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-707
Key:

Data

{'content': 'hold office of ἀγρέτας'}