Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
πλόκιμος
View word page
πλόκαμος
a lock

ShortDef

a lock

Debugging

Headword:
πλόκαμος
Headword (normalized):
πλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμος
IDX:
70697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70698
Key:

Data

{'content': 'a lock'}