Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
πλοκίζομαι
View word page
πλοκαμίς
a lock
ShortDef
a lock
Debugging
Headword:
πλοκαμίς
Headword (normalized):
πλοκαμίς
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμις
IDX:
70696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70697
Key:
Data
{'content': 'a lock'}