Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
πλοκεύς
πλοκή
View word page
πλοῖον
a floating vessel, a ship, vessel

ShortDef

a floating vessel, a ship, vessel

Debugging

Headword:
πλοῖον
Headword (normalized):
πλοῖον
Headword (normalized/stripped):
πλοιον
IDX:
70695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70696
Key:

Data

{'content': 'a floating vessel, a ship, vessel'}