Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
πλοκάρισις
πλοκᾶτος
πλοκερός
View word page
πλοιάριον
a skiff, boat

ShortDef

a skiff, boat

Debugging

Headword:
πλοιάριον
Headword (normalized):
πλοιάριον
Headword (normalized/stripped):
πλοιαριον
IDX:
70693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70694
Key:

Data

{'content': 'a skiff, boat'}