Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκαρικός
πλοκάριος
View word page
πλίσσομαι
to cross the legs

ShortDef

to cross the legs

Debugging

Headword:
πλίσσομαι
Headword (normalized):
πλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
πλισσομαι
IDX:
70690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70691
Key:

Data

{'content': 'to cross the legs'}