Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλητος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
View word page
ἀνεκλόγιστος
without reckoning

ShortDef

without reckoning

Debugging

Headword:
ἀνεκλόγιστος
Headword (normalized):
ἀνεκλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
ανεκλογιστος
IDX:
7068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7069
Key:

Data

{'content': 'without reckoning'}