Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοιαφέσια
πλοῖον
View word page
πλινθοφορέω
carry bricks

ShortDef

carry bricks

Debugging

Headword:
πλινθοφορέω
Headword (normalized):
πλινθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοφορεω
IDX:
70685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70686
Key:

Data

{'content': 'carry bricks'}