Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
πλοητόκος
View word page
πλινθουργέω
to make bricks
ShortDef
to make bricks
Debugging
Headword:
πλινθουργέω
Headword (normalized):
πλινθουργέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργεω
IDX:
70682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70683
Key:
Data
{'content': 'to make bricks'}