Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
πλίσσομαι
πλιχάς
View word page
πλινθουργεῖον
brickworks

ShortDef

brickworks

Debugging

Headword:
πλινθουργεῖον
Headword (normalized):
πλινθουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργειον
IDX:
70681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70682
Key:

Data

{'content': 'brickworks'}