Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλινθωτός
πλίξ
View word page
πλινθούλκιον
brickworks

ShortDef

brickworks

Debugging

Headword:
πλινθούλκιον
Headword (normalized):
πλινθούλκιον
Headword (normalized/stripped):
πλινθουλκιον
IDX:
70679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70680
Key:

Data

{'content': 'brickworks'}