Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
πλινθούργιον
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
View word page
πλινθουλκέω
make bricks

ShortDef

make bricks

Debugging

Headword:
πλινθουλκέω
Headword (normalized):
πλινθουλκέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθουλκεω
IDX:
70677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70678
Key:

Data

{'content': 'make bricks'}