Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
πλινθουλκός
πλινθουργεῖον
πλινθουργέω
View word page
πλινθοποιέω
to make bricks

ShortDef

to make bricks

Debugging

Headword:
πλινθοποιέω
Headword (normalized):
πλινθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοποιεω
IDX:
70672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70673
Key:

Data

{'content': 'to make bricks'}