Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
πλινθούλκιον
View word page
πλινθοβόλος
bricklayer
ShortDef
bricklayer
Debugging
Headword:
πλινθοβόλος
Headword (normalized):
πλινθοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολος
IDX:
70669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70670
Key:
Data
{'content': 'bricklayer'}