Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
πλινθουλκέω
πλινθουλκία
View word page
πλινθοβολία
bricklaying

ShortDef

bricklaying

Debugging

Headword:
πλινθοβολία
Headword (normalized):
πλινθοβολία
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολια
IDX:
70668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70669
Key:

Data

{'content': 'bricklaying'}