Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
πλίνθος
View word page
πλινθοβάψ
brickmaker

ShortDef

brickmaker

Debugging

Headword:
πλινθοβάψ
Headword (normalized):
πλινθοβάψ
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβαψ
IDX:
70666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70667
Key:

Data

{'content': 'brickmaker'}