Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλινθοποιία
πλινθοποιός
πλινθοπωλική
View word page
πλινθίς
a whetstone

ShortDef

a whetstone

Debugging

Headword:
πλινθίς
Headword (normalized):
πλινθίς
Headword (normalized/stripped):
πλινθις
IDX:
70665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70666
Key:

Data

{'content': 'a whetstone'}