Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
πλινθόομαι
View word page
πλινθιακός
of or for bricks

ShortDef

of or for bricks

Debugging

Headword:
πλινθιακός
Headword (normalized):
πλινθιακός
Headword (normalized/stripped):
πλινθιακος
IDX:
70661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70662
Key:

Data

{'content': 'of or for bricks'}