Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
πλινθοβόλος
πλινθοειδής
View word page
πλινθηδόν
brick-fashion

ShortDef

brick-fashion

Debugging

Headword:
πλινθηδόν
Headword (normalized):
πλινθηδόν
Headword (normalized/stripped):
πλινθηδον
IDX:
70660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70661
Key:

Data

{'content': 'brick-fashion'}