Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
πλινθοβολία
View word page
πλινθεύω
to make into bricks

ShortDef

to make into bricks

Debugging

Headword:
πλινθεύω
Headword (normalized):
πλινθεύω
Headword (normalized/stripped):
πλινθευω
IDX:
70658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70659
Key:

Data

{'content': 'to make into bricks'}