Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθοβάψ
πλινθοβολέω
View word page
πλινθευτής
brickmaker
ShortDef
brickmaker
Debugging
Headword:
πλινθευτής
Headword (normalized):
πλινθευτής
Headword (normalized/stripped):
πλινθευτης
IDX:
70657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70658
Key:
Data
{'content': 'brickmaker'}