Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
View word page
πλίνθευμα
brickwork
ShortDef
brickwork
Debugging
Headword:
πλίνθευμα
Headword (normalized):
πλίνθευμα
Headword (normalized/stripped):
πλινθευμα
IDX:
70655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70656
Key:
Data
{'content': 'brickwork'}