Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
πλινθίον
View word page
πλινθεῖον
brickworks

ShortDef

brickworks

Debugging

Headword:
πλινθεῖον
Headword (normalized):
πλινθεῖον
Headword (normalized/stripped):
πλινθειον
IDX:
70654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70655
Key:

Data

{'content': 'brickworks'}