Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
πλίνθινος
View word page
πλινθεία
brickmaking
ShortDef
brickmaking
Debugging
Headword:
πλινθεία
Headword (normalized):
πλινθεία
Headword (normalized/stripped):
πλινθεια
IDX:
70653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70654
Key:
Data
{'content': 'brickmaking'}