Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
πλινθικός
View word page
πλίκιον
cake

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
πλίκιον
Headword (normalized):
πλίκιον
Headword (normalized/stripped):
πλικιον
IDX:
70652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70653
Key:

Data

{'content': 'cake'}