Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
πλινθιακός
View word page
πλίγμα
crossing the legs in walking
ShortDef
crossing the legs in walking
Debugging
Headword:
πλίγμα
Headword (normalized):
πλίγμα
Headword (normalized/stripped):
πλιγμα
IDX:
70651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70652
Key:
Data
{'content': 'crossing the legs in walking'}