Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
πλινθηδόν
View word page
πληστεύομαι
to be full, gorged

ShortDef

to be full, gorged

Debugging

Headword:
πληστεύομαι
Headword (normalized):
πληστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πληστευομαι
IDX:
70650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70651
Key:

Data

{'content': 'to be full, gorged'}