Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
πλινθηγέω
View word page
πλήσσω
to strike, smite
ShortDef
to strike, smite
Debugging
Headword:
πλήσσω
Headword (normalized):
πλήσσω
Headword (normalized/stripped):
πλησσω
IDX:
70649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70650
Key:
Data
{'content': 'to strike, smite'}