Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
πλινθεύω
View word page
πλησμονώδης
filling, cloying

ShortDef

filling, cloying

Debugging

Headword:
πλησμονώδης
Headword (normalized):
πλησμονώδης
Headword (normalized/stripped):
πλησμονωδης
IDX:
70648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70649
Key:

Data

{'content': 'filling, cloying'}