Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
πλινθευτής
View word page
πλησμονικός
fond of gorging

ShortDef

fond of gorging

Debugging

Headword:
πλησμονικός
Headword (normalized):
πλησμονικός
Headword (normalized/stripped):
πλησμονικος
IDX:
70647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70648
Key:

Data

{'content': 'fond of gorging'}