Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
πλίνθευμα
πλίνθευσις
View word page
πλησμονή
a filling
ShortDef
a filling
Debugging
Headword:
πλησμονή
Headword (normalized):
πλησμονή
Headword (normalized/stripped):
πλησμονη
IDX:
70646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70647
Key:
Data
{'content': 'a filling'}