Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
πλινθεία
πλινθεῖον
View word page
πλήσμη
full
ShortDef
full
Debugging
Headword:
πλήσμη
Headword (normalized):
πλήσμη
Headword (normalized/stripped):
πλησμη
IDX:
70644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70645
Key:
Data
{'content': 'full'}