Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
πλίγμα
πλίκιον
View word page
πλησιφωτέω
to be waxing
ShortDef
to be waxing
Debugging
Headword:
πλησιφωτέω
Headword (normalized):
πλησιφωτέω
Headword (normalized/stripped):
πλησιφωτεω
IDX:
70642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70643
Key:
Data
{'content': 'to be waxing'}